-
1 πῆξις
2 Astrol., fixing,τοῦ ἀναφορικοῦ Vett.Val.24.18
, cf. Cat.Cod.Astr.2.196.II solidity,πῆξιν λαβεῖν D.S.1.7
(but metaph., acquire fixity, Chrysipp.Stoic.3.138, cf. Dam.Pr.56).2 coagulation, Pl.Phlb. 32a; freezing, Hp. Aër.8; [ὕδατος] π. Epicur.Ep.2p.49U., cf. p.45 U.; caused by cold, as τῆξις, διάχυσις, ζέσις by heat, Arist.Mete. 382b31, GC 330b27 (but alsoπ. θερμότητος Ocell.2.9
); formation of gum in plants, Thphr.HP 9.1.5; curdling,γάλακτος D.S.4.81
.
См. также в других словарях:
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
όφρα — ὄφρα (Α) (σύνδ. συσχετιστικός τού τόφρα) Ι. (τελικ.) 1. για να, με σκοπό να 2. συντάσσεται: α) με υποτ. μετά από αρκτ. χρόνους και προστ. καθώς και μετά από ιστ. χρόνους β) με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους II. χρον. 1. κατά τον χρόνο που 2.… … Dictionary of Greek
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek
-φι(ν) — Α αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως τού πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων τής α και γ κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ… … Dictionary of Greek